- χαρμάνι
- το(λ. τουρκ.)1. μείγμα καπνών διάφορων ειδών και ποιοτήτων.2. κάθε είδος μείγματος για βιομηχανική κατεργασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρμάνι — το, Ν 1. μίγμα διαφόρων ειδών και ποιοτήτων καπνού 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδους μίγμα για βιομηχανική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harman] … Dictionary of Greek
αχαρμάνιαστος — η, ο εκείνος που δεν έχει ανακατευθεί σε χαρμάνι («αχαρμάνιαστα καπνά») … Dictionary of Greek
χαρμάνα — η, Ν [χαρμάνι] στέρηση, ιδίως από ναρκωτικό … Dictionary of Greek
χαρμάνης — ο, Ν [χαρμάνι] 1. ναρκομανής που έχει στερηθεί το ναρκωτικό 2. μανιώδης καπνιστής που έχει ώρα να καπνίσει … Dictionary of Greek
σφιχτός — ή, ό 1. επίρρ. ά αυτός που σφίγγει: Τα παπούτσια που πήρε του είναι λίγο σφιχτά. 2. σφιγμένος: Σφιχτή μέση. 3. πυκνός, στερεός, όχι πλαδαρός: Το έκανες πολύ σφιχτό το χαρμάνι. – Έχει σφιχτό κορμί. 4. τσιγκούνης: Είναι πολύ σφιχτός και του μένουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)